βομβοβόλο

βομβοβόλο
Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με διαμέτρημα περίπου 80 χιλιοστών, στηριζόμενο σε έναν τρίποδα, ο οποίος είχε κάτω πλάκες στήριξης. Με αυτόν τον απλό και οικονομικό τύπο β. εκτελούσαν βολές με πολύ καμπύλη τροχιά, κατάλληλες για την προσβολή καλυμμένων θέσεων. Το βεληνεκές του δεν υπερέβαινε τα 1.000 μ. Η βόμβα εκτοξευόταν συνήθως από την έκρηξη μιας γόμωσης που υπήρχε στο κατώτερο μέρος του βλήματος κατά τη σύγκρουσή της με έναν επικρουστήρα στο βάθος του όπλου. Σήμερα ο όρος β. δεν χρησιμοποιείται και τα όπλα αυτά λέγονται όλμοι. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα από αυτόν κατασκευάστηκαν β. διαφόρων διαμετρημάτων, από 60έως 120 χιλιοστά. Σε μερικούς τύπους, το βεληνεκές αυξήθηκε έως τα 4.000-5.000 μ., αλλά διατηρήθηκαν το πρακτικό σύστημα εμπροσθογέμισης με τη σχετική διαδικασία βολής και η λεία κοίλη κάνη. Στο πολεμικό ναυτικό, ονομάζουν β. τις διάφορες συσκευές, σταθερές ή φορητές, που χρησιμοποιούνται για την εκτόξευση βομβών εναντίον υποβρυχίων σε κατάδυση. Εγκαταστάσεις με πολλά όπλα αυτού του τύπου δίνουν τη δυνατότητα εκτόξευσης βομβών με ταχύ ρυθμό, χωρίς την ανάγκη γεμίσματος. Στην πολεμική αεροπορία χρησιμοποιούνται β. για τη μεταφορά και την εκτόξευση βομβών μεγάλου και μέσου διαμετρήματος· αποτελούνται από αρπάγες που τις ανοίγει ο σκοπευτής με διάφορα συστήματα τηλεχειρισμού. Για τις βόμβες μικρού βάρους και όγκου χρησιμοποιούνται σωληνωτά δοχεία με θυρίδα στον πυθμένα, την οποία ανοίγει ο σκοπευτής την κατάλληλη στιγμή και απελευθερώνει τη βόμβα. Βομβοβόλο του ναυτικού, με το οποίο εκτοξεύονται βόμβες εναντίον υποβρυχίων σε κατάδυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βομβοβόλο — το πυροβόλο όπλο που ρίχνει βόμβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”